συμμάχει — συμμάχομαι fight along with pres ind mp 2nd sg συμμαχέω to be an ally pres imperat act 2nd sg (attic epic) συμμαχέω to be an ally imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
Ικέτιδες — I Τραγωδία (420 π.Χ.) του Ευριπίδη. Ερμηνεύτηκε από τους σύγχρονους ερευνητές της εποχής μας τόσο ως ύμνος στην αθηναϊκή ανθρωπιά όσο και ως μαρτυρία μιας νέας, ορθολογιστικής θέσπισης κανόνων, που άλλοτε βασίζονταν αποκλειστικά στη θρησκευτική… … Dictionary of Greek
Πύδνα — Αρχαία πόλη της Πιερίας κοντά στο ακρωτήριο Αθεράδα. Εμφανίζεται σε νομίσματα από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. και αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Θουκυδίδη (I. 137) ως Πύδνα η Αλεξάνδρου (εννοείται ο Αλέξανδρος A’ της Μακεδονίας), με αφορμή τη… … Dictionary of Greek
Τραπεζούντα — (Τραμπζόν τουρκ.). Πόλη (περίπου 155.960 κάτ.) της ασιατικής Τουρκίας, στους πρόποδες των δασωδών ορέων του Πόντου. Την ίδρυσαν Έλληνες κάτοικοι της Σινώπης στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. Η αρχαία ελληνική πόλη ήταν χτισμένη σε ένα οροπέδιο… … Dictionary of Greek